- εὐσεβῶ
- εὐσεβέωlivepres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐσεβέωlivepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευσεβώ — (ΑΜ εὐσεβῶ, έω) [ευσεβής] είμαι ευσεβής, ζω και συμπεριφέρομαι με ευσέβεια (α. «εὐσεβῶ εἰς τὸ θεῑον» β. «εὐσεβῶ κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῡ Ἰησοῡ») μσν. αρχ. ακολουθώ την ορθή πίστη, είμαι ορθόδοξος («ὑμεῑς μὲν εὐσεβοῡντες χριστιανοί ἐστε ἐκεῑνοι δὲ … Dictionary of Greek
ευσέβημα — εὐσέβημα, τὸ (Α) [ευσεβώ] η ευσεβής πράξη … Dictionary of Greek
συνευσεβώ — έω, Α [εὐσεβῶ] λατρεύω μαζί με άλλους … Dictionary of Greek